- μαχαιροπίρουνο
- το1. μαχαίρι και πιρούνι μαζί.2. στον πληθ., τα μαχαιροπίρουνα όλα τα μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια που στρώνουμε στο τραπέζι: Στο επίσημο δείπνο θα χρησιμοποιήσουμε τα ακριβά μαχαιροπίρουνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.